Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

στα γεράματα

  • 1 старость

    θ.
    1. τα γεράματα, τα γερατιά•

    в -и, на -и лет, подстаростьи στα γεράματα, στα γερατιά•

    до -и ως τα γεράματα•

    признаки -и σημάδια γερατιών•

    до глубокой -и ως τα βαθιά γεράματα.

    2. πάλιωμα, παλαίωση.

    Большой русско-греческий словарь > старость

  • 2 старость

    ста́рост||ь
    ж τά γεράματα, τά γερατιά, τά γηρατεΐα, τό γήρας:
    на \старостьи лет, под \старость στά γεράματα· в \старостьи στά γερατιά· дожить до глубокой \старостьи ζῶ <δς τά βαθειά γεράματα

    Русско-новогреческий словарь > старость

  • 3 лета

    лета мн. τα χρόνια (годы)' η ηλικία (возраст)' мне двадцать лет είμαι είκοσι χρονών· мы одних лет είμαστε συνομήλικοι* сколько вам лет? πόσων χρονών είστε; человек средних лет о μεσήλικας· на старости лет στα γεράματα
    * * *
    мн.
    τα χρόνια ( годы); η ηλικία ( возраст)

    мне два́дцать лет — είμαι είκοσι χρονών

    мы одни́х лет — είμαστε συνομήλικοι

    ско́лько вам лет? — πόσων χρονών είστε

    челове́к сре́дних лет — ο μεσήλικας

    на ста́рости лет — στα γεράματα

    Русско-греческий словарь > лета

  • 4 склон

    склон
    м (горы и т. ἡ.) ἡ κλίση, ὁ κατήφορος, ἡ κλιτύς, ἡ πλαγιά, ἡ κατωφέρεια:
    крутой \склон ἡ ἀπότομη κατωφέρεια· ◊ на \склоне лет, дией στά γεράματα, στά ὑστερνά.

    Русско-новогреческий словарь > склон

  • 5 Лета

    θ.
    Λήθη.
    εκφρ.
    кануть в -у – ξεχνιέμαι εντελώς, παραδίνομαι στη λήθη.
    лет πλθ. τα χρόνια, τα έτη. || ηλικία•

    человек средних лет άνθρωπος μεσήλικος.

    εκφρ.
    в -ах – μεσήλικος•
    на цвете лет – στο άνθος της ηλικίας•
    на старости лет – στα γεράματα, στα γηρατειά•
    по молодости лет – λόγω της νεανικής ηλικίας•
    с детских лет – από τα παιδικά χρόνια; αποτην παιδική ηλικία.

    Большой русско-греческий словарь > Лета

  • 6 лета

    лета
    мн. (ед. год м) τά χρόνια, ἡ ἡλικία:
    сколько вам лет? πόσων χρονών είστε;· мие двадцать лет εἶμαι είκοσι χρονών в \летаχ ἡλικιωμένος1 средних лет μεσόκοπος, μεσήλιξ· на старости лет στά γεράματα· с детских лет ἀπ' τήν παιδική ἡλικία· ◊ сколько лет, сколько зим! σάν τά χιόνια!, ἔχω χρόνια καί ζαμάνια νά σέ Ιδώ!

    Русско-новогреческий словарь > лета

  • 7 гусиный

    επ.
    χηνίσιο• της χήνας•

    -ое яйцо χηνίσιο αυγό•

    -ое стадо κοπάδι χηνών.

    εκφρ.
    - ая кожа – ανατρίχιασμα, ανατριχίλα (άπο κρύο ή εκνευρισμό)•
    - ые лапки – οι ρυτίδες των ματιών (που εμφανίζονται στα γεράματα)•
    - ое перо – χηνίσιο φτερό γραφής.

    Большой русско-греческий словарь > гусиный

  • 8 обеспамятеть

    -ею, -еешь
    ρ.σ.
    1. χάνω τη μνήμη με εγκαταλείπει η μνήμη•

    обеспамятеть в старости χάνω τη μνήμη στα γεράματα.

    2. παθαίνω αμνησία, χάνω τις αισθήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > обеспамятеть

  • 9 склон

    α.
    πλαγιά, κλιτύς•

    крутые -ы απότομες πλαγιές.

    εκφρ.
    на -е лет (дней, жизни) – στο γέρμα της ζωής, στα γεράματα.

    Большой русско-греческий словарь > склон

  • 10 терять

    -яю, -яешь
    ρ.δ.μ.
    1. χάνω•

    терять ключи χάνω τα κλειδιά•

    терять паспорт χάνω την ταυτότητα.

    || ξεφεύγω, μπερδεύω•

    терять дорогу χάνω το δρόμο.

    2. στερούμαι•

    терять зрение χάνω την όραση•

    терять равновесие χάνω την ισορροπία•терять терпение χάνω την υπομονή.

    || (για θάνατο) χάνω•

    терять отца χάνω τον πατέρα.

    3. ζημιώνω•

    вы на этом -ете пятьсот рублей εσείς εδώ χάνετε πεντακόσια ρούβλια.

    4. σπαταλώ.
    εκφρ.
    терять голову – χάνω το κεφάλι (δεν ξέρω τιναπράξω)•
    нечего терять – δεν έχω να χάσω τίποτε.
    1. χάνομαι•

    часто вещи у меня -ются συχνά τα πράγματα μου χάνονται.

    2. εξαφανίζομαι•

    терять в толпе χάνομαι στο πλήθος.

    || εξασθενίζω•

    память в старости -яется η μνήμη στα γεράματα χάνεται.

    || τα χάνω, παραφρονώ, σαστίζω, δεν ξέρω τι να κάνω.

    Большой русско-греческий словарь > терять

  • 11 удалить

    -лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удаленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. απομακρύνω, ξεμακραίνω• αποτραβώ• αποσύρω•

    -мишень на двадцать метров απομακρύνω το στόχο είκοσι μέτρα•

    удалить предмет от глаз απομακρύνω το αντικείμενο από τα μάτια.

    || μτφ. παλ. • απομονώνω•

    его -ли от других τον απομάκρυναν από τους άλλους.

    || μτφ. κρατώ σε απόσταση•

    он -ил от себя свою жену αυτός κράτησε σε απόσταση τη γυναίκα του.

    2. διώχνω, βγάζω έξω, πετώ•

    удалить ненужные вещи из комнаты βγάζω έξω από το δωμάτιο τα άχρηστα πράγματα.

    || εξάγω• απαλείφω•

    удалить зуб βγάζω το δόντι•

    удалить пятно с материи βγάζω το λεκέ από το ύφασμα•

    удалить ржавчину с металла βγάζω τη σκουριά από το μέταλλο.

    || μτφ. διώχνω, αποβάλλω•

    он -ил от себя такие мысли αυτός απέβαλε τέτοιες σκέψεις.

    3. μτφ. διώχνω, στέλλω μακριά. || μτφ. απαλλάσσω•

    его -ли с работы τον απομάκρυναν από τη δουλειά•

    его -ли от занимаемого поста τον απομάκρυναν από πόστο που κατείχε.

    1. απομακρύνομαι, αλαργεύω•

    лодка -лась от берега η βάρκα απομακρύνθηκε από την ακτή.

    || μτφ. ξεφεύγω•

    удалить от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    || μτφ. αποφεύγω, ξεκόβω, αποσπώμαι•

    удалить от друзей ξεκόβω από τους φίλους.

    2. φεύγω•

    в старости отец -лся в свою деревню στα γεράματα ο πατέρας έφυγε μόνιμα για το χωριό του.

    || απολύομαι• αποχωρώ•

    удалить от должности απομακρύνομαι (απαλλάσσομαι) από τα καθήκοντα.

    Большой русско-греческий словарь > удалить

  • 12 глубокий

    глубок||ий
    прил в разн. знач. βαθύς:
    \глубокий-ая тарелка τό βαθύ πιάτο· \глубокийая о́сень τό βαθύ φθινόπωρο· \глубокийая старость τό βαθύ γήρας, τά βαθειά γεράματα· \глубокийое чу́встео τό βαθύ αίσθημα· \глубокийое невежество ἡ παχυλή ἀμάθεια· \глубокийое безразличие ἡ πλήρης ἀδιαφορία· \глубокий мрак τό πηχτό σκοτάδι· \глубокийая тишина ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· \глубокий тыл τά βαθειά μετόπισθεν производить \глубокийое впечатление κάνω βαθειά ἐντύπωση· до \глубокийой но́чи μέχρι βαθείας νυκτός· в \глубокийой древности στά πολύ παληά χρόνια, στήν ἀρχαιότητα.

    Русско-новогреческий словарь > глубокий

  • 13 доживать

    доживать
    несов ζῶ τίς τελευταίες μέρες:
    мы \доживатьем на даче последние дни τελειώνουμε τή διαμονή μας στήν ἐξοχή· \доживать свой век ζῶ τίς τελευταίες μέρες τῆς ζωής μου· он \доживатьет свой последние часы εἰνε στά τελευταία του· \доживать до глубокой старости ζῶ ὡς τά βαθειά γεράματα.

    Русско-новогреческий словарь > доживать

  • 14 глубокий

    επ., βρ: -бок, -бока, -боко; глубже, глубочайший βαθύς•

    глубокий колодец βαθύ πηγάδι•

    -ая река βαθύ ποτάμι•

    -ие морщины βαθιές ρυτίδες•

    -ая вспашка βαθύ όργωμα•

    -ие корни βαθιές ρίζες•

    глубокий вздох βαθύ αναστέναγμα•

    глубокий вдох βαθιά εισπνοή•

    -ие знания βαθιές γνώσεις•

    глубокий траур βαθύ (βαού) πένθος•

    -ая таина βαθύ μυστικό, απόρρητο•

    -ое молчание βαθιά (νεκρική) σιγή•

    глубокий сон βαθύς ύπνος•

    -ая старость βαθιά γεράματα•

    глубокий мрак βαθύ σκοτάδι (ζόφος, έρεβος)•

    в -ой древности στα πολύ παλιά χρόνια.

    εκφρ.
    глубокий взгляд ή взор – διαπεραστική (εκφραστική) ματιά, βλέμμα•
    глубокий поклон – βαθιά υπόκλιση•
    глубокий голос – βαθιά φωνή•
    старик – ο υπέργηρος, γερομπαμπαλής•
    - ая старуха – μπαμπόγρια.

    Большой русско-греческий словарь > глубокий

См. также в других словарях:

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • κακογερνώ — άω και κακογεράζω 1. έχω άσχημα γεράματα, υποφέρω στα γεράματα 2. με το πέρασμα τού χρόνου αποκτώ μορφή άσχημου γέροντα 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κακογερασμένος, η, ο αυτός που γερνά πρόωρα, που ασχημαίνει με το πέρασμα τού χρόνου …   Dictionary of Greek

  • κακογερνώ — και κακογεράζω κακογέρασα, κακογερασμένος, περνώ κακά γεράματα, υποφέρω στα γεράματα: Όσοι δεν έχουν παιδιά και λεφτά κακογερνούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γερονταφήνω — 1. αφήνω, όταν γεράσω, κακές νεανικές έξεις 2. παροιμ. «όπου μικρομάθει (ή κοπελομάθει), δεν γερονταφήνει» όποιος αποκτήσει κακές συνήθειες στα νιάτα του δεν τις αποβάλλει στα γεράματα του …   Dictionary of Greek

  • γερόντιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βυζαντινός στρατηγός (4ος αι. μ.Χ.). Το όνομά του συνδέεται με την επιδρομή των Γότθων στην Ελλάδα. Ο Γ. ήταν αρχηγός των στρατευμάτων που φρουρούσαν τις Θερμοπύλες, στην εποχή που ο Αλάριχος, ο αρχηγός των Γότθων… …   Dictionary of Greek

  • Μπλέικ, Γουίλιαμ — (William Blake, Λονδίνο 1757 – 1827). Άγγλος ποιητής, χαράκτης και ζωγράφος. Πνεύμα ατίθασο και ανήσυχο, οραματιστής, συχνά επηρεασμένος από τη φιλολογία του αποκρυφισμού, ο Μ. (μαζί με τον Μπερνς) είναι ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής του πρώτου… …   Dictionary of Greek

  • Μπράιαντ, Γουίλιαμ Κόλεν — (William Caulen Bryant, Κάμινγκτον, Μασαχουσέτη 1794 – Νέα Υόρκη 1878). Αμερικανός ποιητής και δημοσιογράφος. Για μεγάλο μέρος της ζωής του κατόρθωνε να συμβιβάζει μια εντατική δημοσιογραφική δραστηριότητα με τη σταθερή και σοβαρή ενασχόληση του… …   Dictionary of Greek

  • Πενταγιώτισσα, Μαρία — (περ. 1821 – περ. 1885). Γυναίκα θρυλική για την ομορφιά της και τα ερωτικά σκάνδαλα, γεννημένη στους Πενταγιούς της Δωρίδας, Για τη ζωή της διασώθηκαν μόνο θρύλοι και παραδόσεις, ενώ έμεινε άγνωστο το οικογενειακό της επώνυμο. Ο πατέρας της ήταν …   Dictionary of Greek

  • ευτυχής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς 1. ο καλότυχος, ο καλόμοιρος, ο ευτυχισμένος: Ευτυχής ο πατέρας των καλώνπαιδιών. 2. πάρα πολύ ευχαριστημένος: Είμαιευτυχής που συμφωνείς μαζί μου. 3. ευδαίμονας, μακάριος, καλότυχος: Έζησε ευτυχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοβλέπω — καλοείδα και καλόειδα 1. βλέπω καλά: Τώρα στα γεράματα δεν καλοβλέπω κιόλας. 2. βλέπω κάτι με καλό μάτι: Δε με καλοβλέπει η πεθερά μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»